Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η νταντά

См. также в других словарях:

  • νταντά — (I) και ντα άκλ. (παιδική λ.) φρ. «θα σε κάνω νταντά» ή «θά σέ κάνω ντα» θα σέ δείρω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ.]. (II) η γυναίκα η οποία έχει αναλάβει τη φροντίδα και περιποίηση βρέφους ή μικρού παιδιού με μισθό, τροφός, παραμάνα, γκουβερνάντα.… …   Dictionary of Greek

  • νταντά — η (λ. τουρκ.), παραμάνα, τροφός: Μεγάλωσε με νταντάδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ντανταϊσμός ή νταντά — Πρωτοποριακό λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό κίνημα που εμφανίστηκε ως ανταρσία εναντίον των πολιτιστικών και κοινωνικών συμβατικοτήτων και –λιγότερο ή περισσότερο κατηγορηματικά– εναντίον του πολέμου. Ο γαλλικός όρος dada παρμένος από την παιδική… …   Dictionary of Greek

  • Ίντι Αμίν Νταντά — (Idi Amin Dada, Κομπόκο 1925 –). Στρατάρχης, δικτάτορας της Ουγκάντα (1971 79). Γεννήθηκε από μουσουλμάνους γονείς, οι οποίοι ήταν μέλη της μικρής φυλής Κάκουα. Μετά τη βασική εκπαίδευση, ο Ί. κατετάγη στον βρετανικό αποικιακό στρατό το 1946.… …   Dictionary of Greek

  • νταντεύω — [νταντά (ΙΙ)] 1. περιποιούμαι και φροντίζω έναντι μισθού βρέφος ή μικρό παιδί, είμαι νταντά 2. μτφ. περιποιούμαι υπερβολικά κάποιον σαν βρέφος, τόν κανακεύω, τόν υπηρετώ σαν μικρό παιδί …   Dictionary of Greek

  • Ουγκάντα — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με το Σουδάν, Α με την Κένυα, Δ με τη Δημοκρατία του Κονγκό· Ν ορίζεται κατά μεγάλο μέρος από τη λίμνη της Βικτόριας και μόνο στο δυτικό τμήμα συνορεύει με την Τανζανία και με τη Ρουάντα.Η Ο. (η ονομασία …   Dictionary of Greek

  • List of foreign adaptations of The Nanny — Countries with local versions This is list of all foreign adaptations of the American situation comedy The Nanny (1993 1999). Although the show has been broadcast in more than ninety countries, several local versions of the show have been… …   Wikipedia

  • Ντισάν, Μαρσέλ — (Marcel Duchamp, Μπλενβίλ 1877 – Νεϊγί, Παρίσι 1968). Γάλλος ζωγράφος. Συγκαταλέγεται μαζί με τον Φρανσίς Πικαμπιά ανάμεσα στους κυριότερους εκπροσώπους του κινήματος νταντά (ντανταϊσμός). Από τα πέντε αδέλφια του άλλοι τρεις ήταν γνωστοί… …   Dictionary of Greek

  • Πικαμπιά, Φρανσί — (Picabia, Παρίσι 1879 – 1953). Γάλλος ζωγράφος. Ισπανικής καταγωγής (το πραγματικό του όνομα ήταν Φρανθίσκο Μαρτίνεθ δε Πικάμπια δε λα Τόρε), σπούδασε στο Παρίσι στη Σχολή Καλών Τεχνών και στη Σχολή Διακοσμητικών Τεχνών και παρουσιάστηκε για… …   Dictionary of Greek

  • ποπ-αρτ — (pop art). Σύντμηση του popular art, που καθορίζει την καλλιτεχνική τάση, η οποία δημιουργήθηκε στις ΗΠΑ λίγο πριν το 1955 από μια αναβίωση του ντανταϊσμού (από όπου προέρχεται και ο χρησιμοποιούμενος σε ορισμένες περιπτώσεις όρος «νεο νταντά»).… …   Dictionary of Greek

  • υπερρεαλισμός ή σουρεαλισμός — Λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό πρωτοποριακό κίνημα του προηγούμενου αιώνα. Διακρίνεται από τα άλλα πρωτοποριακά κινήματα για την τάση να παρουσιάζεται ως ολοκληρωμένο σύστημα ιδεών και αρχών, η ουσία του οποίου δεν περιορίζεται μόνο στη λογοτεχνική …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»